- ἁμαρτοεπής
- ἁμαρτοεπήςerring in wordsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρτοεπής — ἁμαρτοεπής, ές (Α) 1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα 2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο (< ἁμαρτάνω) + επὴς < ἔπος] … Dictionary of Greek
ἁμαρτοεπῆ — ἁμαρτοεπής erring in words neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτοεπές — ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem voc sg ἁμαρτοεπής erring in words neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτοεποῦς — ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αμαρτολόγος — ἁμαρτολόγος, ον (Α) ο αμαρτοεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο (< ἁμαρτάνω) + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
αφαμαρτοεπής — ἀφαμαρτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αμαρτοεπής] … Dictionary of Greek